Τυραννίων

Τυραννίων
Όνομα Ελλήνων γραμματικών από την Αμισσό της Μικράς Ασίας. Ο Πρεσβύτερος διακρίθηκε τον 1o π.Χ. αι.· είχε αιχμαλωτιστεί από τον Λούκουλλο στον πόλεμό του εναντίον του Μιθριδάτη. Μεταφέρθηκε στη Ρώμη, όπου διακρίθηκε για τη μόρφωσή του και έγινε πλούσιος. Ο Τ. ο Νεότερος ήταν μαθητής του και πήρε το όνομα του δασκάλου του. Αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο μεταξύ Καίσαρα και Αντωνίου, και, όταν τον μετέφεραν στη Ρώμη, τον έδωσαν για δούλο στη γυναίκα του Κικέρωνα Τερεντία, η οποία αργότερα τον απελευθέρωσε και τον έκανε δάσκαλο των παιδιών της. Αργότερα γύρισε στην Ανατολή, έγινε δάσκαλος του Στράβωνα και έγραψε πολλά έργα: Περί των μερών του λόγου, Περί της ρωμαϊκής διαλέκτου, Περί προσωδίας Ομήρου κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τυραννίων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννιῶν — τυραννία tyrannous conduct fem gen pl τυραννίζω take the part of tyrants fut part act masc nom sg (attic epic doric) τυραννιάω smack of tyranny pres part act masc voc sg τυραννιάω smack of tyranny pres part act neut nom/voc/acc sg τυραννιάω smack …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίων — τυραννεύω to be a monarch pres part act masc nom sg (doric) τυραννιάω smack of tyranny imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τυραννιάω smack of tyranny imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТИРАННИОН —    • Tyrannĭon,          Τυραννίων,        1. греческий грамматик, был в Митридатскую войну взят Лукколом в плен и привезен в Рим, где приобрел значительные богатства и умер в глубокой старости (Plut. Sull. 26);        2. финикиец, ученик… …   Реальный словарь классических древностей

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”